μυλόλιθος

μυλόλιθος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μυλόλιθος" в других словарях:

  • μυλόλιθος — ο μυλίτης λίθος, μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1797 στον Σ. Βλαντή] …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • μυλόπετρα — η καθεμία από τις δυο βαριές κυλινδρικές πέτρες του μύλου που αλέθουν τα σιτηρά, η μύλη, ο μυλόλιθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»